Abstract
Ο όρος «παράδειγμα» χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια με αξιώσεις επιστημολογικής εγκυρότητας και στις μεταφιλοσοφικές έρευνες, δηλαδή στις θεωρητικές και στις φιλοσοφικές εργασίες, των οποίων το αντικείμενο είναι η ιστορική εξέλιξη και η ανάπτυξη του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Η αρχαία οντολογία και η σύγχρονη φιλοσοφία συγκροτούνται, ως δύο διαφορετικά «παραδείγματα» του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου όσο και στο επιστημολογικό επίπεδο της έκθεσης των ιδεών. Η αρχαία οντολογία, ως μεταφυσική έρευνα, η οποία καλείται να απαντήσει στο ερώτημα «από τί αποτελείται ο κόσμος» και «ποιές είναι οι πρώτες αρχές συγκροτήσεώς του», θεμελιώνεται στην αρχή της ταυτότητας και αυτοπροσδιορίζεται ως φωνοκεντρική. Η σύγχρονη φιλοσοφία, ως μεταφιλοσοφική έρευνα, η οποία αναζητεί τη θεμελίωση της φιλοσοφικής ορθολογικότητας στην ανοικτή σχέση ανάμεσα στο πράγμα και στη γλώσσα, αυτοπροσδιορίζεται ως γραμματολογική σκέψη, πράγμα που σημαίνει ότι η γραφή καθίσταται η πρώτη αρχή του ίδιου του φιλοσοφείν. Κατά τον Hegel «φιλοσοφία είναι η εποχή της συνειλημμένη σε έννοια». Σε σύγχρονη ερμηνευτική διατύπωση ο εγελιανός ορισμός της φιλοσοφίας σημαίνει ότι η έννοια, ως συνείδηση του πράγματος, και η πραγματικότητα ταυτίζονται. Με μεταφιλοσοφικό κριτήριο τον εγελιανό ορισμό της φιλοσοφίας τόσο η αρχαία οντολογία, ως μεταφυσική έρευνα, όσο και η σύγχρονη φιλοσοφία, ως γραμματολογική σκέψη, συγκροτούν δύο διαφορετικούς τύπους φιλοσοφικής ορθολογικότητας. Ανάμεσα στα δύο αυτά «παραδείγματα» του φιλοσοφείν αναπτύσσεται μία διαλεκτική σχέση, η οποία συνεπάγεται δύο πράγματα: πρώτον ότι η ιστορική έρευνα της φιλοσοφικής παραδόσεως αντικαθίσταται από το μεταφιλοσοφικό αναστοχασμό, σύμφωνα με τον οποίο η περιεχομενική ένταξη της αρχαίας οντολογίας στην προβληματική της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι η νέα συνθήκη του φιλοσοφείν και δεύτερον ότι η γραμματολογική ανακατασκευή του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι επαναπροσδιορίζει τη σχέση ανάμεσα στο πράγμα και στη γλώσσα με άξονα τη φιλοσοφική ορθολογικότητα, η οποία λειτουργεί ως πραγματολογική συνθήκη για την εμφάνιση νέων φιλοσοφικών αντικειμένων, όπως π.χ. είναι η επικοινωνία και η γλώσσα.