Abstract
Η κίνηση του πάθους, ως ένταση αντίρροπων δυνάμεων που συγκρατούνται σε ενότητα, διατρέχει κεντρικά την κιρκεγκωριανή σκέψη. Αρχέγονο, εντοπισμένο στη ρίζα του Εγώ, το οποίο επιχειρεί να συγκροτηθεί ως σύνθεση, το πάθος παράγει διαβαθμισμένες ποιότητες -μορφές- του αμφίσημου αισθήματος της αγωνίας, ενώ παράλληλα διέπει τις εκφάνσεις του νοσηρού status της απελπισίας. Η εγκαθίδρυση του πνεύματος οριοθετεί την περιοχή της αγωνίας πριν από την πτώση και μετά. Στους βαθμούς αυτοσυνείδησης του Εγώ, που εγκαθιδρύεται ως πνεύμα, αντιστοιχούν ποιότητες απελπισίας, οι οποίες καθορίζουν τη βουλητική διάθεση του εαυτού απέναντι στον ίδιο και τον Θεό. Η παραμονή διαρκείας στο υπαρξιακό πάθος, ως απόλυτη παραίτηση, ριζική οδύνη και θεμελιώδης ενοχή, τέμνεται αποφασιστικά -και στιγμιαία- από το πάθος του παράδοξου, η μετάβαση στο οποίο πραγματώνεται με το άλμα στην πίστη. Τα ίχνη του πάθους της πίστης διαγιγνώσκονται κατεξοχήν στη σωματικότητα του βλέμματος του φορέα της, όπου διακυβεύονται η κίνηση της άπειρης παραίτησης και αυτή της επιστροφής στην περατότητα, η συνθήκη της οποίας έχει ριζικά αναβαθμιστεί.