Abstract
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στο έργο Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως του John Locke και ερευνά τους δύο θεμελιακούς άξονες της Δεύτερης πραγματείας, οι οποίοι εκφράζουν το σύνολο της πολιτικής θεωρίας του Locke. Αρχικά γίνεται αναφορά στη θεωρία περί καταπιστεύματος που αποτελεί και τη βάση της πολιτικής θεωρίας του Lοcke. Οι άνθρωποι προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους με κορυφαίο εκείνο της ζωής, προχωρούν από την πρότερη φυσική κατάσταση στην ενοποιημένη ανθρώπινη κατάσταση, η οποία ονομάζεται κοινότητα. Κατά τη φάση της συγκροτήσεως της κοινότητας, τα μέλη της εκλέγουν τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της υπεράσπισης του συνόλου των ανθρωπίνων αναγκών. Η μετάθεση των εξουσιών από την κοινότητα προς τους εκπροσώπους γίνεται βάσει μίας συμφωνίας, η οποία συνάπτεται ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας και στους εκπροσώπους. Η συμφωνία αυτή ονομάζεται καταπίστευμα. Η τήρηση του καταπιστεύματος είναι υποχρεωτική και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή και από την κοινότητα και από τους εκπροσώπους. Η μη σωστή τήρηση των κανόνων του καταπιστεύματος από τους εκπροσώπους της κοινότητας συνιστά αθέτηση της αρχικής συμφωνίας. Στην περίπτωση αυτή τα μέλη έχουν την δυνατότητα να καταφύγουν στο νόμιμο δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Μπορούν δηλαδή να αφαιρέσουν την εξουσία από τους εκπροσώπους τους και να εκλέξουν νέους. Η πολιτική θεωρία του Locke βασίζεται με σαφήνεια στην αρχή της πλειοψηφίας. Ο θεμελιακός παράγοντας για τις πολιτικές αποφάσεις είναι η γνώμη της πλειοψηφίας των πολιτών. Φθάνουμε τώρα στον δεύτερο σημαντικό πυλώνα που συγκροτεί την πολιτική θεωρία του Locke. Αναφέρομαι στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και της υπεράσπισής του. Το πολιτικό σύστημα που προκύπτει μέσα από την θεωρία του Locke στηρίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος υποστηρίζει πως από τη στιγμή που ο άνθρωπος εναποθέτει την προσωπική του εργασία σε ένα υλικό αγαθό για την παραγωγή και την απόκτηση του, τότε αυτό το αγαθό περνά δικαιωματικά στην ιδιοκτησία του ανθρώπου. Η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιβίωση του ατόμου. Στην πρότερη φυσική κατάσταση απαγορευόταν να οικειοποιηθεί ο άνθρωπος ένα αγαθό, γιατί τα πάντα ανήκαν στους πάντες. Όμως, όταν αυτό το αγαθό είναι απαραίτητο για την επιβίωση του ανθρώπου, τότε το φαινόμενο της οικειοποίησης και περαιτέρω της ιδιοκτησίας κρίνεται ως αναγκαίο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν χρειάζεται η συγκατάθεση ολόκληρης της κοινότητας, όπως συνέβαινε κατά τη φυσική κατάσταση. Παρά ταύτα το προνόμιο της ατομικής ιδιοκτησίας διέπεται από όρια. Σύμφωνα με τον Locke το μέγεθος της ατομικής ιδιοκτησίας πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να καλύπτεται το σύνολο των αναγκών του ανθρώπου. Το αυξημένο μέγεθος της ατομικής ιδιοκτησίας ενός ατόμου εγκυμονεί τον κίνδυνο της απειλής των δικαιωμάτων των υπολοίπων μελών της κοινότητας. Αυτό που ένας άνθρωπος έχει ως περίσσευμα, κάποιος άλλος το στερείται. Ο Locke στο πλαίσιο μίας κοινωνικά δίκαιης πολιτικής προτείνει την αναδιανομή του εισοδήματος με ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Με τη φορολόγηση στο περίσσευμα των υψηλών εισοδημάτων επιτυγχάνεται η αναδιανομή του πλούτου και κυρίως η κάλυψη των αναγκών των οικονομικά ασθενέστερων. Ο Locke με αυτόν τον τρόπο γίνεται ο εμπνευστής του κοινωνικού κράτους.